φέβομαι

φέβομαι
Α
(ποιητ. τ.) τρέπομαι σε φυγή, φεύγω φοβισμένος («μένον ἔμπεδον οὐδ' ἐφέβοντο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. ρ. το οποίο απαντά μόνο στον ενεστ. και στον παρατατικό, ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhēgw- «φεύγω μακριά από κάτι» και αντιστοιχεί με τα: λιθουαν. běgti «τρέχω», λεττ. bēga «φυγή», αρχ. σλαβ. běžatĭ «φεύγω», ρωσ. begu «τρέχω, φεύγω». Αρχική σημ. τού ρ. φέβομαι είναι η σημ. «τρέπομαι σε φυγή, φεύγω» και χρησιμοποιείται κυρίως αναφορικά προς τον πανικό και τη φυγή κατά την ώρα τής μάχης, από όπου προήλθε και η σημ. «φεύγω από φόβο» και επομένως «είμαι φοβισμένος», η οποία επικράτησε και για όλη την οικογένεια αυτή (πρβλ. φόβος, φοβοῦμαι, φοβερός). Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελληνική συχνά η έννοια τού φόβου δηλώνεται με τ. οι οποίοι αναφέρονται στα αποτελέσματα, στους τρόπους εκδήλωσης τού φόβου, πρβλ. φοβοῦμαι «τρέπομαι σε φυγή», τρέμω «πάλλομαι με γρήγορες κινήσεις από φόβο», φρίττω «ταράζομαι, τρεμουλιάζω, ανατριχιάζω», βδύλλω «φοβάμαι» (< ρ. βδέω «πέρδομαι») και τα νεοελλ. παγώνω, κερώνω κ.λπ. Η οικογένεια τού ρ. φέβομαι πρέπει να διακριθεί σημασιολογικά από αυτήν τής λ. δέος, η οποία δηλώνει στην Αρχαία κυρίως την αγωνία, την ανησυχία, την ταραχή μπροστά σε ένα δίλημμα ή σε κάποια δυσκολία (βλ. και λ. δέος). Τέλος, το ρ. φέβομαι δεν χρησιμοποιήθηκε γενικώς, παρά μόνο στον Όμηρο και σε ορισμένους άλλους επικ. ποιητές, ενώ, αντίθετα, μεγάλη επίδοση γνώρισαν οι σχηματισμένοι από την ετεροιωμένη βαθμίδα τ. φοβ- (πρβλ. φόβος, φοβούμαι, φοβερός), οι οποίοι διατηρήθηκαν και στη Νέα Ελληνική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φέβομαι — to be put to flight pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέβεσθε — φέβομαι to be put to flight pres imperat mp 2nd pl φέβομαι to be put to flight pres ind mp 2nd pl φέβομαι to be put to flight imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεβώμεθα — φέβομαι to be put to flight pres subj mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέβεσθαι — φέβομαι to be put to flight pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέβεται — φέβομαι to be put to flight pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέβονται — φέβομαι to be put to flight pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέβοντο — φέβομαι to be put to flight imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέβωμαι — φέβομαι to be put to flight pres subj mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέβωνται — φέβομαι to be put to flight pres subj mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφέβοντο — φέβομαι to be put to flight imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”